Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαρμάρινος
1 item total
μαρμάρινος -η -ο [marmárinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μάρμαρο· μαρμαρένιος: Mαρμάρινη πλάκα / κολόνα / προτομή. Mαρμάρινο άγαλμα. Mπροστά σε κάθε μνήμα υπάρχει ένας ~ σταυρός.

[λόγ. < ελνστ. μαρμάρινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go