Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μαρμάρινος -η -ο [marmárinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μάρμαρο· μαρμαρένιος: Mαρμάρινη πλάκα / κολόνα / προτομή. Mαρμάρινο άγαλμα. Mπροστά σε κάθε μνήμα υπάρχει ένας ~ σταυρός.
[λόγ. < ελνστ. μαρμάρινος]



