Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαριονέτα
1 item total
μαριονέτα η [marjonéta] Ο25 : 1. κούκλα με αρθρωτά μέλη που μπορούν να κινούνται με τη βοήθεια νημάτων, από τα οποία αυτή κρέμεται: Θέατρο μαριονέτας, που αντί για ηθοποιούς έχει μαριονέτες· κουκλοθέατρο. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που ενεργεί σύμφωνα με τη θέληση κάποιου άλλου· ανδρείκελο: Άβουλη, υποχωρητική, κατάντησε ~ στα χέρια του.

[ιταλ. marionetta ή γαλλ. marionett(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go