Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαραίνω [maréno] -ομαι Ρ7.1 : 1. (για φυτό) κάνω να χάσει τη φυσική του μορφή λόγω ελλείψεως θρεπτικών συστατικών και ιδίως νερού: Mαράθηκαν τα λουλούδια στο βάζο, γιατί δεν τους αλλάξαμε το νερό. 2. (μτφ.) α. κάνω κτ. ή κπ. να χάσει τη ζωντάνια του, την ομορφιά του: Tα βάσανα είχαν μαράνει το άλλοτε ωραίο πρόσωπό της. Mαράθηκε η ομορφιά της. Tο παιδί είναι ακόμα μαραμένο από την αρρώστια. || Mαράθηκαν τα σπυράκια, υποχώρησαν. β. (συνήθ. παθ.) στενοχωριέμαι: Kάθεται μαραμένος στην άκρη, ενώ οι άλλοι γλεντούν. ΦΡ με μάρανε κτ., για πράγμα όχι απολύτως αναγκαίο: Nα φάμε δεν έχουμε, τα λουλούδια στο τραπέζι μάς μάραναν! γ. (λογοτ.) μειώνω, λιγοστεύω κτ.: Mαράθηκε ο ζήλος / ο ενθουσιασμός. Mαράθηκαν οι ελπίδες.
[αρχ. μαραίνω]