Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντρί
3 εγγραφές [1 - 3]
μαντρί το [mandrí] Ο43 : 1. περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για φύλαξη ζώων, ιδίως αιγοπροβάτων, κατά τη διάρκεια της νύχτας· στάνη: Ο λύκος μπήκε στο ~ κι άρπαξε ένα πρόβατο. ΠAΡ Όποιο πρόβατο* βγαίνει από το ~, το τρώει ο λύκος. 2. (μτφ.) για ό,τι δεσμεύει, περιορίζει ή προφυλάσσει τα μέλη ενός ανθρώπινου συνόλου: Kομματικό ~. Tο σκάει κάποιος από το ~. Ξαναμπαίνει / ξαναγυρίζει κάποιος στο ~.

[μσν. μαντρί < μανδρίον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. μάνδρ(α) (δες μάντρα) -ίον]

μαντρίζω [mandrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λαϊκότρ. για ζώο) κλείνω στο μαντρί. 2. (για πρόσ.) μαντρώνω.

[μσν. μαντρίζω < μαντρ(ί) -ίζω]

μάντρισμα το [mándrisma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαντρίζω.

[μαντρισ- (μαντρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες