Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαλάσσω
1 item total
μαλάσσω [maláso] -ομαι Ρ2.2 : α. (ιδ. για κτ. μαλακό) το πιέζω με τα χέρια μου με αποτέλεσμα να αλλάζει μορφή ή να γίνεται πιο μαλακό: ~ το κερί / τον πηλό / την πλαστελίνη. β. κάνω μαλάξεις.

[λόγ. < αρχ. μαλάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go