Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακραίωνος -η -ο [makréonos] Ε5 : που διαρκεί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλούς αιώνες: H μακραίωνη ελληνική ιστορία. H μακραίω νη περίοδος της Tουρκοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. μακραίων, γεν. -ωνος]