Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακιαβελικός
1 εγγραφή
μακιαβελικός -ή -ό [makavelikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μακιαβελισμό.

[λόγ. < γαλλ. machiavélique < ανθρωπων. Machiavell(i) (Φλορεντίνος πολιτικός και συγγραφέας) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες