Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μέτρηση
1 item total
μέτρηση η [métrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετρώI. 1. υπολογισμός ποσότητας ή μεγέθους: ~ του χρόνου / της θερμοκρασίας / μιας γωνίας. Aκριβείς μετρήσεις που γίνονται με ειδικά όργανα. 2. μέτρημα2: H αντίστροφη* ~ και ως έκφραση.

[λόγ. < αρχ. μέτρη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go