Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λυτρώνω
1 item total
λυτρώνω [litróno] -ομαι Ρ1 : απαλλάσσω, γλιτώνω κπ. από βάσανα, δυστυχίες, συμφορές, δεινά: Ο Xριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα. Ξύπνησα λυτρωμένος από τον εφιάλτη.

[μσν. λυτρώνω < αρχ. λυτρ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go