Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λυρισμός
1 item total
λυρισμός ο [lirizmós] Ο17 : 1. το (ιδιαίτερο) γνώρισμα της λυρικής ποίησης, που χαρακτηρίζεται από την υποκειμενική έκφραση των συναισθημάτων του ποιητή: Στο ποιητικό του έργο είναι διάχυτος ο ~. 2. (και για πεζό λόγο) ο ποιητικά διανθισμένος, συναισθηματικά φορτισμένος (γραπτός ή προφορικός) λόγος: Ο συγγραφέας διακρίνεται από έντονο και σπάνιο λυρισμό.

[λόγ. < γαλλ. lyrisme < lyr(e) = λύρ(α)I -isme = -ισμός (διαφ. το ελνστ. λυρισμός `παίξιμο της λύρας΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go