Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογοτυπο
1 item total
λογότυπος ο [loγótipos] Ο20 : σύντομο κείμενο (όνομα, τίτλος, φράση κτλ.) ή και σχέδιο σε μια τυποποιημένη γραφιστική μορφή, που αποτελεί την ταυτότητα ενός προϊόντος, μιας επιχείρησης, ενός εντύπου κτλ.: Ο ~ της εφημερίδας / της εταιρείας.

[λόγ. < αγγλ. logotype < αρχ. λόγο(ς) + τύπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go