Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λιτανεία η [litanía] Ο25 : υπαίθρια θρησκευτική πομπή, κυρίως παρακλητικού χαρακτήρα, με περιφορά ιερής εικόνας ή λειψάνων: Έκαναν ~ για να βρέξει.
[λόγ. < μσν. λιτανεία, ελνστ. σημ.: `παράκληση προς τους θεούς΄]



