Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιθοβολώ [liθovoló] -ούμαι Ρ10.9 : εκτοξεύω πέτρες εναντίον κάποιου, χτυπώ κπ. με πέτρες· πετροβολώ. || σκοτώνω, εκτελώ κπ. με λιθοβολισμό.
[λόγ. < ελνστ. λιθοβολῶ]