Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιθοβολία η [liθovolía] Ο25 : η εκτόξευση λίθων. || (αθλ.) παλαιότερο αγώνισμα ρίψης, κατά το οποίο ο κάθε αθλητής προσπαθούσε να ρίξει μια μεγάλη κυλινδρική πέτρα όσο το δυνατό μακρύτερα· λιθάρι.
[λόγ. < ελνστ. λιθοβολία `πετροβόλημα΄]