Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθοβολία
1 εγγραφή
λιθοβολία η [liθovolía] Ο25 : η εκτόξευση λίθων. || (αθλ.) παλαιότερο αγώνισμα ρίψης, κατά το οποίο ο κάθε αθλητής προσπαθούσε να ρίξει μια μεγάλη κυλινδρική πέτρα όσο το δυνατό μακρύτερα· λιθάρι.

[λόγ. < ελνστ. λιθοβολία `πετροβόλημα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες