Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαοπλάνος
1 item total
λαοπλάνος ο [laoplános] Ο18 : αυτός που παρασύρει το λαό με τα χαρίσματα, τις ικανότητες που διαθέτει: Ο Aλκιβιάδης ήταν μεγάλος ~.

[λόγ. < ελνστ. λαοπλάνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go