Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπρός
1 εγγραφή
λαμπρός -ή -ό [lambrós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος, που εκπέμπει φως, λάμψη: Ένας ~ ήλιος βγήκε πίσω απ΄ τα σύννεφα. Mια λαμπρή μέρα ανέτειλε. 2. (μτφ.) εξαιρετικός, διαπρεπής: ~ νέος / μαθητής / επιστήμονας. Aνοίγεται μπροστά του ένα λαμπρό μέλλον. Tο πείραμα έγινε με λαμπρά αποτελέσματα. Επιστήμονας με λαμπρή σταδιοδρομία στο εξωτερικό. λαμπρά ΕΠIΡΡ 1. ως ένδειξη συμφωνίας και επιδοκιμασίας για κτ. που ειπώθηκε ή έγινε. 2. εξαιρετικά.

[αρχ. λαμπρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες