Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαμπάδα
1 item total
λαμπάδα η [lambáδa] Ο26 : μεγάλο και χοντρό κερί: Πασχαλιάτικες λαμπάδες. Kάηκε σαν ~, γρήγορα και με ένταση: Tα πεύκα κάηκαν σαν ~. Tάζω / ανάβω ~ σε άγιο (στην εικόνα του), εκδηλώνω τη λατρεία, το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη μου: Έταξε στον άγιο να του ανάψει μια ~ σαν το μπόι της, αν κάνει καλά το παιδί της. (έκφρ.) κορμί (ίσιο σαν) ~, ψηλό και αδύνατο. ΦΡ μετά φανών* και λαμπάδων.

[μσν. λαμπάδα < αρχ. λαμπάς, αιτ. -άδα `πυρσός, φως΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go