Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαθροθήρας
1 item total
λαθροθήρας ο [laθroθíras] Ο3 : αυτός που κυνηγάει παράνομα (είτε χωρίς άδεια κυνηγιού είτε σε απαγορευμένη περιοχή ή περίοδο είτε απαγορευμένα θηράματα).

[λόγ. < αρχ. επίρρ. λάθρ(ᾳ) `κρυφά΄ -ο- + -θήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go