Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λαθροθήρας ο [laθroθíras] Ο3 : αυτός που κυνηγάει παράνομα (είτε χωρίς άδεια κυνηγιού είτε σε απαγορευμένη περιοχή ή περίοδο είτε απαγορευμένα θηράματα).
[λόγ. < αρχ. επίρρ. λάθρ(ᾳ) `κρυφά΄ -ο- + -θήρας]