Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λίπασμα
1 item total
λίπασμα το [lípazma] Ο49 : κάθε ουσία που εμπλουτίζει το καλλιεργούμενο έδαφος με συστατικά τα οποία αυξάνουν τη γονιμότητά του: Φυσικά / χημικά λιπάσματα. Φυτικά / χλωρά λιπάσματα, από σάπια φυτά. Φωσφορούχα / αζωτούχα λιπάσματα. H κοπριά είναι το καλύτερο ~ για τα φυτά.

[λόγ. < ελνστ. λίπασμα `παχυντική ουσία΄, αρχ. σημ.: `λιπαρή πληγή΄ σημδ. γαλλ. engrais]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go