Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λέτσος
1 item total
λέτσος ο [létsos] Ο18 : (οικ.) 1. άνθρωπος κακοντυμένος, κουρελής και βρόμικος: Γυρνάει σαν ~ / σαν το λέτσο. 2. άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: Πού τους βρήκε αυτούς τους λέτσους που κάνει παρέα;

[ιταλ. lezzo `βρόμα΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go