Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λάκτισμα
1 item total
λάκτισμα το [láktizma] Ο49 : (λόγ.) κλότσημα, κλοτσιά. || (έκφρ.) εναρκτήριο ~, στο ποδόσφαιρο, το πρώτο χτύπημα της μπάλας με το οποίο αρχίζει το παιχνίδι και μτφ. ενέργεια, πράξη με την οποία αρχίζει κτ.

[λόγ. < αρχ. λάκτισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go