Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κώδωνας
1 item total
κώδωνας ο [kóδonas] Ο5 : (λόγ.) 1. κουδούνι. ΦΡ κρούω τον κώδωνα του κινδύνου*. 2. ημισφαιρικό γυάλινο σκεύος του οποίου το σχήμα παραπέμπει στο σχήμα του κουδουνιού1 και που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια χημείας.

[λόγ. < αρχ. κώδων, αιτ. -ωνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go