Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόμμι το [kómi] Ο γεν. κόμμεως : κολλώδης ουσία η οποία εκκρίνεται από εγκοπές στο φλοιό ορισμένων δέντρων: Ελαστικό ~, το καουτσούκ. Aραβικό ~, που εκκρίνεται από ορισμένα είδη αφρικανικής ακακίας.
[λόγ. < αρχ. κόμμι]
- κομμίωση η [komíosi] Ο33 : ασθένεια ορισμένων φυτών, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική έκκριση κόμμεως.
[λόγ. κόμμι -ωσις > -ωση απόδ. νλατ. gummosis]