Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυνόδοντας
1 εγγραφή
κυνόδοντας ο [kinóδondas] Ο5 : στον άνθρωπο και στα θηλαστικά, καθέ να από τα τέσσερα δόντια, δύο σε κάθε γνάθο, που βρίσκονται ανάμεσα στους τομείς και στους προγόμφιους.

[λόγ. < αρχ. κυνόδους, αιτ. -οντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες