Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κροκοδείλιος -α -ο [krokoδílios] Ε6 : κυρίως στην έκφραση κροκοδείλια δάκρυα, τα ψεύτικα, τα υποκριτικά.
[λόγ. κροκόδειλ(ος) -ιος απόδ. γαλλ. de crocodile (από το μύθο πως ο κροκόδειλος χύνει δάκρυα αφού φάει άνθρωπο)]