Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κροκοδείλια
1 item total
κροκοδείλιος -α -ο [krokoδílios] Ε6 : κυρίως στην έκφραση κροκοδείλια δάκρυα, τα ψεύτικα, τα υποκριτικά.

[λόγ. κροκόδειλ(ος) -ιος απόδ. γαλλ. de crocodile (από το μύθο πως ο κροκόδειλος χύνει δάκρυα αφού φάει άνθρωπο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go