Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρήνη
1 item total
κρήνη η [kríni] Ο30 : κτίσμα για τη συλλογή και τη διανομή του νερού μιας πηγής, ενός αγωγού κτλ., με ένα ή με περισσότερους κρουνούς και με επιμελημένη συνήθ. κατασκευή και διακόσμηση.

[λόγ. < αρχ. κρήνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go