Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κουλτουριάρης
1 item total
κουλτουριάρης ο [kulturjáris] Ο11 θηλ. κουλτουριάρα [kulturjára] Ο25α : (μειωτ.) αυτός που παριστάνει τον καλλιεργημένο, το διανοούμενο.

[κουλτούρ(α) -ιάρης· κουλτουριάρ(ης) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go