Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοσμήτορας ο [kozmítoras] Ο5 : διοικητικό αξίωμα: ~ της Bουλής. || ~ Πανεπιστημιακής Σχολής, καθηγητής, ο οποίος με εκλογή κατέχει την ανώτατη διοικητική θέση στη σχολή.
[λόγ. < αρχ. κοσμήτωρ, αιτ. -ορα, ποιητ. συν. του κοσμητής `που έχει υπό την επίβλεψή του τους εφήβους΄]



