Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορμί
1 εγγραφή
κορμί το [kormí] Ο43 : 1. το σώμα του ανθρώπου ως σύνολο, εκτός από το κεφάλι: Έχει ωραίο ~. ~ σαν κυπαρίσσι. (έκφρ.) ~ (σαν) λάστιχο*. ~ (ίσιο σαν) λαμπάδα*. ΦΡ του άργασαν* το ~. || (ειδικότ.) ο κορμόςII1α: Έχει κοντό ~ και μακριά πόδια. 2. (οικ.) σε συνεκδοχή, ο άνθρωπος: Bασανισμένο ~. (έκφρ.) χαμένο* ~. ξερό* ~. κορμάκι το YΠΟKΟΡ 1α. κορμί μικρού παιδιού. β. συναισθ. 2. εφαρμοστό μονοκόμματο ρούχο που καλύπτει τον κορμό. κορμάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. για ωραίο, μεγαλοπρεπές κορμί: Έχει ~ αυτή η γυναίκα. (ειρ.) Bγάλαμε τα ρούχα μας και απλώσαμε τις κορμάρες μας στον ήλιο.

[μσν. κορμί(ν) < ελνστ. κορμίον υποκορ. του αρχ. κορμός· κορμ(ί) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες