Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοπίδι
1 item total
κοπίδι το [kopíδi] Ο44 : γενική ονομασία για διάφορα μικρά εργαλεία κοπής: Tο ~ του ξυλουργού / του επιπλοποιού / του χαράκτη. || εξάρτημα μηχανών. κοπιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κοπίδιν < *κοπίδιον υποκορ. αρχ. κοπίς `καμπυλωτό μαχαίρι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go