Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κολοβός
1 item total
κολοβός -ή -ό [kolovós] Ε1 : 1. για ζώο του οποίου έχουν κόψει την ουρά: Kολοβή αλεπού. Kολοβό σκυλί. ΦΡ φίδι* κολοβό. 2. (μτφ., προφ.) του οποίου λείπει ένα τμήμα, κυρίως το τελευταίο: ~ στίχος. Άφησε τη φράση του κολοβή.

[αρχ. κολοβός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go