Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοκωβιός
1 item total
κοκωβιός ο [kokovjós] Ο17 : 1. είδος μικρού ψαριού, που συγγενεύει με το γωβιό. 2. (μτφ., παρωχ.) άνθρωπος χαζός και ελαφρόμυαλος, που προκαλεί το γέλιο με τη συμπεριφορά του.

[αρχ. κωβιός με αναδιπλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go