Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοινωνιολόγος
1 item total
κοινωνιολόγος ο [kinoniolóγos] Ο18 θηλ. κοινωνιολόγος [kinoniolóγos] Ο35 : ο επιστήμονας που ασχολείται με την κοινωνιολογία.

[λόγ. κοινωνιο(λογία) -λόγος μτφρδ. γαλλ. sociologue· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go