Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοιμητήριο
1 item total
κοιμητήριο το [kimitírio] Ο40 : (εκκλ.) το νεκροταφείο.

[λόγ. < ελνστ. κοιμητήριον, αρχ. σημ.: `υπνοδωμάτιο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go