Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλήμα
6 εγγραφές [1 - 6]
κλήμα το [klíma] Ο48 : αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των αμπελοειδών που καλλιεργείται για τον καρπό του, το σταφύλι, από το οποίο βγαίνει το κρασί. || η κληματόβεργα. ΠAΡ Ήτανε στραβό το ~, το ΄φαγε κι ο γάιδαρος, για την κακή έκβαση μιας ήδη άσχημης υπόθεσης.

[αρχ. κλῆμα `κληματόβεργα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

κληματαριά η [klimatarjá] Ο24 : κλήμα το οποίο έχουν καλλιεργήσει και κλαδέψει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα κλαδιά του αναρριχώνται σε αρκετό ύψος από το έδαφος, απλώνονται πάνω σε οριζόντια δοκάρια και σχηματίζουν ένα σκιερό στρώμα από φύλλα· η κρεβατίνα: Έπιναν τον καφέ τους στον ίσκιο της κληματαριάς.

[κληματ- (κλήμα) -αριά]

κληματο- [klimato] & κληματό- [klimató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά, με αναφορά στο ουσιαστικό κλήμα: κληματόβεργα, κληματόφυλλο. || ~ειδής.

[θ. κληματ- του ουσ. κλήμα -ο-]

κληματόβεργα η [klimatóverγa] Ο27 : το ξυλώδες κλαδί του κλήματος.

[κληματο- + βέργα]

κληματόφυλλο το [klimatófilo] Ο41 : αμπελόφυλλο.

[κληματο- + φύλ λο]

κληματσίδα η [klimatsíδa] Ο26 : ο λεπτός και τρυφερός βλαστός του κλήματος. || γενικός χαρακτηρισμός για κάθε αναρριχητικό φυτό με λεπτούς και τρυφερούς βλαστούς.

[αρχ. κληματίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες