Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κηπουρός
1 item total
κηπουρός ο [kipurós] Ο17 θηλ. κηπουρός [kipurós] Ο34 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την καλλιέργεια και την περιποίηση των κήπων.

[λόγ. < αρχ. κηπουρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go