Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κατεργασία η [katerγasía] Ο25 : η ενέργεια του κατεργάζομαι, το σύνολο των εργασιών με τις οποίες δίνεται σε ένα υλικό η επιθυμητή μορφή: Mηχανική / θερμική / χημική ~ των μετάλλων. ~ των μαρμάρων / του ξύλου / του μεταξιού / της ζάχαρης.
[λόγ. < ελνστ. κατεργασία, αρχ. σημ.: `παραγωγή΄]



