Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπολέμηση
1 εγγραφή
καταπολέμηση η [katapolémisi] Ο33 : η ενέργεια του καταπολεμώ. 1. συστηματική προσπάθεια για να εξαλειφθεί, να εκλείψει κτ. οριστικά: Θα ληφθούν μέτρα για την ~ της ανεργίας / του αναλφαβητισμού / της ρύπανσης του περιβάλλοντος / του καπνίσματος. 2. εναντίωση, με δραστικά μέσα, σε κπ. ή σε κτ.

[λόγ. < ελνστ. καταπολέμη(σις) `καθυπόταξη΄ -ση κατά τη σημ. της λ. καταπολεμώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες