Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακτητής
1 εγγραφή
κατακτητής ο [kataktitís] Ο7 θηλ. κατακτήτρια [kataktítria] Ο27 : 1. αυτός που κατέκτησε ξένες χώρες ή εδάφη: Ο Mέγας Aλέξανδρος υπήρξε ένας μεγάλος ~. || ο στρατός ή οι αρχές κατοχής μιας χώρας: Οι Έλληνες οργάνωσαν αντίσταση εναντίον του κατακτητή. 2. (μτφ.) καρδιοκατακτητής.

[λόγ. κατακτη- (κατακτώ) -τής απόδ. γαλλ. conquérant· λόγ. κατακτη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες