Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπίζω
1 εγγραφή
καρπίζω [karpízo] Ρ2.1α μππ. καρπισμένος : 1. (οικ.) παράγω καρπούς 1· καρποφορώ1: Kαρπίζει η γη. Δεν κάρπισε φέτος το αμπέλι. Kαρπισμένο δέντρο. 2. (μτφ., λαϊκότρ., λογοτ.) αποφέρω καρπούς13, θετικά αποτελέσματα.

[αρχ. καρπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες