Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρναβίτσα η [karnavítsa] Ο25α : (οικ.) σκληρό θήλωμα που παρουσιάζεται στην άκρη των δαχτύλων.
[σλαβ.(;) (πρβ. τουρκ. karanabit `κουνουπίδι΄ που έχει κάποια ομοιότητα με το εξόγκωμα)]



