Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρικώνω
1 εγγραφή
καρικώνω [karikóno] -ομαι Ρ1 : μαντάρω, συνήθ. φθαρμένες κάλτσες: Θέλω να μπαλώσω και να καρικώσω τα παλιά ρούχα. Kαρικωμένες κάλτσες. ANT ακαρίκωτες. || στερεώνω με βελόνα και κλωστή τις άκρες ενός υφάσματος, για να μην ξεφτίσει.

[ίσως ιταλ. caric(o) `φόρτωμα΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες