Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καρικώνω [karikóno] -ομαι Ρ1 : μαντάρω, συνήθ. φθαρμένες κάλτσες: Θέλω να μπαλώσω και να καρικώσω τα παλιά ρούχα. Kαρικωμένες κάλτσες. ANT ακαρίκωτες. || στερεώνω με βελόνα και κλωστή τις άκρες ενός υφάσματος, για να μην ξεφτίσει.
[ίσως ιταλ. caric(o) `φόρτωμα΄ -ώνω]



