Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καντόνι
1 item total
καντόνιο το [kantónio] Ο40 & καντόνι το [kantóni] Ο44 : διοικητική περιφέρεια σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και κυρίως καθένα από τα ομόσπονδα κρατίδια της Ελβετίας.

[λόγ. επίδρ. στο καντόνι < ιταλ. canton(e) < γαλλ. canton]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go