Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμπόκι
3 items total [1 - 3]
καλαμπόκι το [kalambóki] Ο44 : 1. φυτό που ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών, μονοετές, ψηλό, με χοντρό βλαστό και με μεγάλα φύλλα· αραβόσιτος: Xωράφι σπαρμένο με ~. Φέτος τα καλαμπόκια δεν πήγαν καλά. 2. το στάχυ του καλαμποκιού, που είναι κυλινδρικό και περιβάλλεται από πλατιά φύλλα: Ψητό ~. 3. οι κίτρινοι κόκκοι του καλαμποκιού: Πήγε το ~ για άλεσμα. || καλαμποκάλευρο: Ψωμί από ~, καλαμποκίσιο.

[αλβ. kalambok ]

καλαμποκιά η [kalamboká] Ο24 : το φυτό καλαμπόκι, κυρίως ο βλαστός του, ιδίως μετά τη συγκομιδή του καρπού.

[καλαμπόκ(ι) -ιά]

καλαμποκίσιος -α -ο [kalambokísos] Ε4 : που έχει γίνει από κόκκους καλαμποκιού ή από καλαμποκάλευρο: Kαλαμποκίσιο αλεύρι, καλαμποκάλευρο. Kαλαμποκίσιο ψωμί, μπομπότα.

[καλαμπόκ(ι) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go