Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθυβρίζω [kaθivrízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εκφράζομαι ή ενεργώ με τρόπο υβριστικό ή εξευτελιστικό για κάποιο πρόσωπο ή για κπ. θεσμό: Οι δικτάτορες καθύβρισαν τη δημοκρατία.
[λόγ. < αρχ. καθυβρίζω]