Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθαρτικο
1 item total
καθαρτικός -ή -ό [kaθartikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει, να απολυμαίνει: Ουσίες με καθαρτική δράση. Kαθαρτικό φάρμακο και συνήθ. ως ουσ. το καθαρτικό, φάρμακο για τη γρήγορη και πλήρη κένωση του εντερικού σωλήνα· καθάρσιο. 2. καθαρτήριος: ~ ραντισμός.

[λόγ. < αρχ. καθαρτικός, ελνστ. τό καθαρτικόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go