Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθέδρα η [kaθéδra] Ο25 : α. καθηγητική έδρα, κυρίως στις εκφράσεις η από καθέδρας διδασκαλία, χωρίς τη συμμετοχή των διδασκομένων, χωρίς ερωτήσεις και διάλογο. από καθέδρας, για κτ. που λέγεται με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση και δεν προάγει το διάλογο: Mιλάει από καθέδρας, με ύφος απόλυτο ως αυθεντία. β. (εκκλ.) ο επισκοπικός θρόνος που βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος του ναού.
[λόγ. < ελνστ. καθέδρα, αρχ. σημ.: `καθιστική θέση΄ (από καθέδρας: μτφρδ. νλατ. ex cathedra)]