Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέραμος
3 εγγραφές [1 - 3]
κέραμος η [kéramos] Ο36 : (λόγ.) κεραμίδι, μόνο στη ΦΡ λίθοι*, πλίνθοι, κέραμοι…

[λόγ. < αρχ. κέραμος `πηλός, κεραμίδι΄]

κεραμοσκεπή η [keramoskepí] Ο29 : σκεπή από κεραμίδια.

[λόγ. κεραμο- + σκεπή]

κεραμοσκεπής -ής -ές [keramoskepís] Ε10 : για οικοδόμημα του οποίου η στέγη καλύπτεται από κεραμίδια: ~ ναός. ~ βασιλική. || ~ στέγη.

[λόγ. κεραμο- + -σκεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες