Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάστρο το [kástro] Ο39 : 1. τείχη με τα οποία οχύρωναν οικισμό, πόλη ή θέση που είχε στρατηγική σημασία και με επέκταση, πόλη ή τοποθεσία που περιβάλλεται από τείχη· (πρβ. φρούριο): Tο ~ της Aθήνας / του Πλαταμώνα. Άπαρτο / απόρθητο ~. || οχυρωμένη κατοικία φεουδάρχη· πύργος2. 2. (μτφ.) χώρος από όπου ασκείται ισχυρή αντίσταση σε εξωτερικές πιέσεις ή επιδράσεις· οχυρό: Στις εκλογές το κυβερνών κόμμα έχασε και σε νομούς που τους θεωρούσε παραδοσιακά κάστρα του. Έπεσαν και τα τελευταία κάστρα της αντίδρασης.
καστράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. κάστρον < πληθ. κάστρα < λατ. castra `στρατόπεδο, κάστρο΄ πληθ. του castrum `κάστρο΄]
- καστρόπορτα η [kastróporta] Ο27α : πύλη κάστρου1.
[κάστρ(ο) -ο- + πόρτα]
- καστροφύλακας ο [kastrofílakas] Ο5 : (παρωχ.) φρούραρχος, φύλακας κάστρου.
[μσν. καστροφύλακας < καστροφύλαξ < κάστρ(ον) -ο- + φύλαξ, αιτ. -ακα]