Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κάπηλος
1 item total
κάπηλος ο [kápilos] Ο19 : αυτός που καπηλεύεται κτ. ή κπ.· καπηλευτής

[λόγ. < αρχ. κάπηλος `μικρέμπορος, ταβερνιάρης, απατεώνας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go